- πενέστης
- ο, ΝΑ1. γεωργός, εργάτης2. (ιδίως στον πληθ.) οι πενέστες ή πενέσταιονομασία με την οποία κατά την αρχαιότητα δήλωναν τον πληθυσμό που υπέταξαν οι Θεσσαλοί μετά την κάθοδό τους στη Θεσσαλία από τις αρχικές εστίες τους και οι οποίοι ήταν αυτόχθονες κάτοικοι που, αντί να μεταναστεύσουν, προτίμησαν να παραμείνουν εκεί όπου ήταν εγκατεστημένοι καλλιεργώντας τα κτήματά τους, κρατώντας ένα μέρος τών εισοδημάτων και αποδίδοντας το υπόλοιπο στους κατακτητέςαρχ.1. κάθε δούλος ή υπηρέτης2. φτωχός, πένης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πενέσται (και σπανιότερα πενέστης) αντιπροσωπεύει πιθ. το όνομα ιλλυρικού λαού και μορφολογικά εντάσσεται σε μια σειρά τ. δηλωτικών εθνικών ονομάτων (πρβλ. Διέσται, Ἐθνέσται, Κραννέσται). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το προσηγορικό πένης (< πένομαι). Απίθανη, τέλος, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με το λατ. penus «επιτήδεια (τα), τροφή, βίος»].
Dictionary of Greek. 2013.